- βραχυπρόθεσμος
- -η, -οαυτός που έχει σύντομη προθεσμία, που η ισχύς ή οι προοπτικές του εξαντλούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + προθεσμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυπρόθεσμος — η, ο επίρρ. βραχυπρόθεσμα αυτός που έχει μικρή προθεσμία, αυτός που λήγει σε σύντομο χρόνο: Η τράπεζα του χορήγησε μόνο ένα βραχυπρόθεσμο δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek